Ατελιέ στα ουκρανικά

Μετάφραση: ατελιέ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
працює, машина, завод, студія, студия
Ατελιέ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατελιέ

ατελιέ dmd, ατελιέ alessandra, ατελιέ νυφικών, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ατελιέ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αταξία στα ουκρανικά - порушення, безладдя, атаксія, атаксия
  • αταραξία στα ουκρανικά - спокій, холоднокровність, самовладання, квиетизм, квієтизм
  • ατενίζω στα ουκρανικά - вдивитися, вдивлятися, споглядати, дивитися, дивитись
  • ατζαμής στα ουκρανικά - отой, початківець, початкуючий, скрутний, починаючий, новак, ніяковий, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατελιέ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: працює, машина, завод, студія, студия