Ατελιέ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ατελιέ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oficina, trabalhador, atelier, estúdio, estúdio de, studio, do estúdio, de estúdio
Ατελιέ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατελιέ

ατελιέ dmd, ατελιέ alessandra, ατελιέ νυφικών, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ατελιέ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αταξία στα πορτογαλικά - desordem, desordenar, desobedecer, ataxia, a ataxia, ataxia de, de ataxia
  • αταραξία στα πορτογαλικά - sossego, calma, quietismo, quietude, o quietismo, quietism
  • ατενίζω στα πορτογαλικά - estibordo, olhar, delgado, stare, fitar, encarar, olham
  • ατζαμής στα πορτογαλικά - inábil, desajeitado, desastrado, novato, Greenhorn, inexperiente, principiante, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατελιέ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: oficina, trabalhador, atelier, estúdio, estúdio de, studio, do estúdio, de estúdio