Βερνίκι στα ισλανδικά
Μετάφραση: βερνίκι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fága, fægja, lakk, lakki, lökk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βερνίκι
βερνίκι εμποτισμού νερού, βερνίκι σε σπρέι, βερνίκι μετάλλου, βερνίκι νυχιών, βερνίκι πέτρας, βερνίκι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βερνίκι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βερίκοκο στα ισλανδικά - apríkósa, Apricot, apríkósu, apríkósuís
- βερμούτ στα ισλανδικά - Vermút, Vermouth
- βερνικώνω στα ισλανδικά - polish, pólska
- βηματίζω στα ισλανδικά - skref, trappa, áfangi, fet, vaða
Τυχαίες λέξεις
Βερνίκι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fága, fægja, lakk, lakki, lökk
Μεταφράσεις: fága, fægja, lakk, lakki, lökk