Βερνίκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: βερνίκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pools, schoencrème, schoensmeer, vernis, lak, lakken, vernissen, vernislaag
Βερνίκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βερνίκι

βερνίκι εμποτισμού νερού, βερνίκι σε σπρέι, βερνίκι μετάλλου, βερνίκι νυχιών, βερνίκι πέτρας, βερνίκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βερνίκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βερίκοκο στα ολλανδικά - abrikoos, abrikozen, apricot, van abrikozen, abrikozen van
  • βερμούτ στα ολλανδικά - vermout, vermouth, voor vermout
  • βερνικώνω στα ολλανδικά - lak, verlakken, glazuur, vernis, lakken, polijsten, Pools, ...
  • βηματίζω στα ολλανδικά - lopen, trede, opstap, stappen, treden, schrede, tree, ...
Τυχαίες λέξεις
Βερνίκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pools, schoencrème, schoensmeer, vernis, lak, lakken, vernissen, vernislaag