Βερνίκι στα ιταλικά

Μετάφραση: βερνίκι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
brunire, lucentezza, lucidare, brillantezza, vernice, vernici, smalto, di vernice, lacca
Βερνίκι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βερνίκι

βερνίκι εμποτισμού νερού, βερνίκι σε σπρέι, βερνίκι μετάλλου, βερνίκι νυχιών, βερνίκι πέτρας, βερνίκι λεξικό γλώσσας ιταλικά, βερνίκι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • βερίκοκο στα ιταλικά - albicocca, albicocco, albicocche, di albicocche, di albicocca, apricot
  • βερμούτ στα ιταλικά - vermut, vermouth, il vermouth, il vermut, di vermouth
  • βερνικώνω στα ιταλικά - verniciare, lacca, vernice, lucidare, smalto, polacco, polish, ...
  • βηματίζω στα ιταλικά - proporzione, scalino, misura, battuta, gradino, procedere, provvedimento, ...
Τυχαίες λέξεις
Βερνίκι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: brunire, lucentezza, lucidare, brillantezza, vernice, vernici, smalto, di vernice, lacca