Γνωμάτευση στα ισλανδικά

Μετάφραση: γνωμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
álit, skoðun, áliti, mati, mat
Γνωμάτευση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γνωμάτευση

γνωμάτευση παθολόγου ή γενικού ιατρού και γνωμάτευση ψυχιάτρου, γνωμάτευση αυε ικα, γνωμάτευση χορήγησης αναλωσίμων, γνωμάτευση υγειονομικήσ επιτροπήσ, γνωμάτευση αυε, γνωμάτευση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γνωμάτευση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γνήσιος στα ισλανδικά - ekta, ósvikinn, raunverulegt, raunveruleg, raunverulegu
  • γνησιότητα στα ισλανδικά - áreiðanleika, áreiðanleiki, sannvottunina, ósvikin, sannleika
  • γνωμικό στα ισλανδικά - Maxim, Do, Maxim sem, Heilræði, Maxim sem við
  • γνωρίζω στα ισλανδικά - vita, kunna, þekkja, veit, vitum, veist, að vita
Τυχαίες λέξεις
Γνωμάτευση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: álit, skoðun, áliti, mati, mat