Διάβημα στα ισλανδικά
Μετάφραση: διάβημα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trappa, fet, skref, áfangi, framsetning, Fyrirsvar, fulltrúa, framsetningu, Fyrirsvar fyrir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάβημα
διάβημα εφημερίδα, διάβημα wiki, διάβημα σημασία, διάβημα συνώνυμα, διάβημα λεξικό, διάβημα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διάβημα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διάβαση στα ισλανδικά - far, gangur, göng, gangan, Crossing, ferð, viðkomustað, ...
- διάβασμα στα ισλανδικά - lestur, Reading, lesa, að lesa, aflestur
- διάβολος στα ισλανδικά - andskoti, djöfull, djöfullinn, Devil, djöfullin, djöfulinn
- διάβρωση στα ισλανδικά - tæringu, tæring, tæringin, tæringar, tæring á
Τυχαίες λέξεις
Διάβημα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: trappa, fet, skref, áfangi, framsetning, Fyrirsvar, fulltrúa, framsetningu, Fyrirsvar fyrir
Μεταφράσεις: trappa, fet, skref, áfangi, framsetning, Fyrirsvar, fulltrúa, framsetningu, Fyrirsvar fyrir