Εμμονή στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμμονή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrautseigju, þolgæði, þrautseigja, þolgæðinu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμμονή
εμμονή συνώνυμο, εμμονή imdb, εμμονή english, εμμονή 2007, εμμονή ταινία, εμμονή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμμονή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμείς στα ισλανδικά - vér, við, ætlum við, sem við, að við, við að
- εμμένω στα ισλανδικά - stafur, Stick, standa, pinna, halda fast
- εμπάθεια στα ισλανδικά - hatri, hatur, fjandskapur, hatrið, mikla óbeit
- εμπαθής στα ισλανδικά - illgjarn, ástríðufullur, ástríðufull
Τυχαίες λέξεις
Εμμονή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þrautseigju, þolgæði, þrautseigja, þolgæðinu
Μεταφράσεις: þrautseigju, þolgæði, þrautseigja, þolgæðinu