Εμμονή στα ουκρανικά
Μετάφραση: εμμονή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додержання, наполегливість, завзяття, додержування, завзятість, тривалість, дотримання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμμονή
εμμονή συνώνυμο, εμμονή imdb, εμμονή english, εμμονή 2007, εμμονή ταινία, εμμονή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμμονή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εμείς στα ουκρανικά - візир, ми
- εμμένω στα ουκρανικά - наполяжте, притримуватись, перебудьте, проживати, дотримуватися, незмінним, приставати, ...
- εμπάθεια στα ουκρανικά - злоба, ворожість, ненависть
- εμπαθής στα ουκρανικά - злість, жагучий, злобний, зловтішний, злорадний, злісний, гарячий, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμμονή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: додержання, наполегливість, завзяття, додержування, завзятість, тривалість, дотримання
Μεταφράσεις: додержання, наполегливість, завзяття, додержування, завзятість, тривалість, дотримання