Εμπιστοσύνη στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμπιστοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
traust, sjálfstraust, tiltrú, trausti, trú
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπιστοσύνη
εμπιστοσύνη συνώνυμα, εμπιστοσύνη συνώνυμο, εμπιστοσύνη στο θεό, εμπιστοσύνη στη σχέση, εμπιστοσύνη αγγλικά, εμπιστοσύνη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμπιστοσύνη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπιστευτικός στα ισλανδικά - trúnaðarmál, trúnaðarupplýsingar, trúnaði, leyndum, trúnaðarupplýsingar sem
- εμπιστεύομαι στα ισλανδικά - traust, Trust, treysta, trausti, Treystu
- εμπλέκομαι στα ισλανδικά - snarl
- εμπλέκω στα ισλανδικά - enmesh
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστοσύνη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: traust, sjálfstraust, tiltrú, trausti, trú
Μεταφράσεις: traust, sjálfstraust, tiltrú, trausti, trú