Εμπιστοσύνη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμπιστοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tronco, confiar, baú, fé, cartel, confiança, a confiança, de confiança, confiança de, confiança dos
Εμπιστοσύνη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπιστοσύνη

εμπιστοσύνη συνώνυμα, εμπιστοσύνη συνώνυμο, εμπιστοσύνη στο θεό, εμπιστοσύνη στη σχέση, εμπιστοσύνη αγγλικά, εμπιστοσύνη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμπιστοσύνη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμπιστευτικός στα πορτογαλικά - confidencial, confidenciais, confidencialidade, sigilo
  • εμπιστεύομαι στα πορτογαλικά - tronco, fé, baú, confiar, cartel, confiança, a confiança, ...
  • εμπλέκομαι στα πορτογαλικά - reclamar, invocar, invoque, precisar, postular, envolver, rosnado, ...
  • εμπλέκω στα πορτογαλικά - implementar, postular, reclamar, precisar, invocar, envolver, implique, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστοσύνη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tronco, confiar, baú, fé, cartel, confiança, a confiança, de confiança, confiança de, confiança dos