Εμπιστοσύνη στα φινλανδικά

Μετάφραση: εμπιστοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luottamus, trusti, luottaa, varmuus, turvata, usko, uskoa, kartelli, itseluottamus, toivoa, itsevarmuus, luottamusta, luottamuksen, luottamusta ja
Εμπιστοσύνη στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπιστοσύνη

εμπιστοσύνη συνώνυμα, εμπιστοσύνη συνώνυμο, εμπιστοσύνη στο θεό, εμπιστοσύνη στη σχέση, εμπιστοσύνη αγγλικά, εμπιστοσύνη λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εμπιστοσύνη στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμπιστευτικός στα φινλανδικά - salainen, luottamuksellinen, luottamuksellisia, luottamuksellisina, luottamuksellista, luottamuksellisten
  • εμπιστεύομαι στα φινλανδικά - uskoa, toivoa, luottamus, trusti, luottaa, valtuuttaa, turvata, ...
  • εμπλέκομαι στα φινλανδικά - käyttää, vaikuttaa, korottaa, edellyttää, tarvita, kysyä, murina, ...
  • εμπλέκω στα φινλανδικά - korottaa, kysyä, vaikuttaa, tarvita, edellyttää, käyttää, sotkea, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστοσύνη στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: luottamus, trusti, luottaa, varmuus, turvata, usko, uskoa, kartelli, itseluottamus, toivoa, itsevarmuus, luottamusta, luottamuksen, luottamusta ja