Aðstoð στα ελληνικά
Μετάφραση: aðstoð, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρωγή, επικουρία, βοηθός, βοηθώ, βοήθεια, βοήθημα, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aðmíráll στα ελληνικά - ναύαρχος, Admiral, ναυάρχου, Ναύαρχο, ο Ναύαρχος
- aðsjáll στα ελληνικά - παραδόπιστος, απώτερο σκοπό την, να οδηγεί στον, προοπτική την εντός, που να οδηγεί στον, προοπτική την εντός καθορισμένου
- aðstoðarlaus στα ελληνικά - ανήμπορος, ανίκανος, διαθέσιμη βοήθεια, τη διαθέσιμη βοήθεια, βοήθεια, νομική βοήθεια
- aðstoðarmaður στα ελληνικά - υποστηρικτής, οπαδός, βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
Τυχαίες λέξεις
Aðstoð στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρωγή, επικουρία, βοηθός, βοηθώ, βοήθεια, βοήθημα, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
Μεταφράσεις: αρωγή, επικουρία, βοηθός, βοηθώ, βοήθεια, βοήθημα, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση