Εργαστήριο στα ισλανδικά

Μετάφραση: εργαστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rannsóknarstofu, Laboratory, Rannsóknarstofa, á rannsóknarstofu, Rannsóknarstofan
Εργαστήριο στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαστήριο

εργαστήριο αστικού περιβάλλοντος εμπ, εργαστήριο πληροφορικής λιτοχωρου, εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, εργαστήριο φυσιολογίας, εργαστήριο νεοελληνικών διαλέκτων, εργαστήριο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εργαστήριο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εργαλείο στα ισλανδικά - verkfæri, mælitæki, áhald, tól, tæki, Tool, tól til
  • εργασία στα ισλανδικά - erfiði, starf, hagnýting, atvinna, iðja, vinna, vinnu, ...
  • εργατικός στα ισλανδικά - iðinn, duglegir, iðjumaður, ötull
  • εργοδηγός στα ισλανδικά - gaffer
Τυχαίες λέξεις
Εργαστήριο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: rannsóknarstofu, Laboratory, Rannsóknarstofa, á rannsóknarstofu, Rannsóknarstofan