Εργαστήριο στα φινλανδικά
Μετάφραση: εργαστήριο, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laboratorio, laboratoriossa, laboratorion, laboratorio-, laboratorioon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαστήριο
εργαστήριο αστικού περιβάλλοντος εμπ, εργαστήριο πληροφορικής λιτοχωρου, εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, εργαστήριο φυσιολογίας, εργαστήριο νεοελληνικών διαλέκτων, εργαστήριο λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εργαστήριο στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- εργαλείο στα φινλανδικά - väline, työkalu, työväline, laite, kalu, terä, välikäsi, ...
- εργασία στα φινλανδικά - käydä, touhu, työskennellä, ponnistella, ahertaminen, vaikuttaa, tohina, ...
- εργατικός στα φινλανδικά - työteliäs, ahkera, hellittämätön, uuttera, ahkeria, ahkeraa, yritteliäs, ...
- εργοδηγός στα φινλανδικά - työnjohtaja, esimies, ukko, Valaisija, pomo, Gaffer
Τυχαίες λέξεις
Εργαστήριο στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: laboratorio, laboratoriossa, laboratorion, laboratorio-, laboratorioon
Μεταφράσεις: laboratorio, laboratoriossa, laboratorion, laboratorio-, laboratorioon