Εργαστήριο στα σλοβενικά
Μετάφραση: εργαστήριο, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
laboratorij, laboratorijske, laboratorijsko, laboratorijski, laboratorijska
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαστήριο
εργαστήριο αστικού περιβάλλοντος εμπ, εργαστήριο πληροφορικής λιτοχωρου, εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, εργαστήριο φυσιολογίας, εργαστήριο νεοελληνικών διαλέκτων, εργαστήριο λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εργαστήριο στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εργαλείο στα σλοβενικά - orodje, zavést, orodja, sredstvo, orodje za
- εργασία στα σλοβενικά - delati, obdelovati, delo, služba, zaposlitev, dela, delovni, ...
- εργατικός στα σλοβενικά - Delaven, marljivi, marljiv, pridni, pridno
- εργοδηγός στα σλοβενικά - Mojster, mojster luči, Starčić, tkaninasti lepilni, Gaffer
Τυχαίες λέξεις
Εργαστήριο στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: laboratorij, laboratorijske, laboratorijsko, laboratorijski, laboratorijska
Μεταφράσεις: laboratorij, laboratorijske, laboratorijsko, laboratorijski, laboratorijska