Εργαστήριο στα ουκρανικά
Μετάφραση: εργαστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лабораторія, лабораторію
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαστήριο
εργαστήριο αστικού περιβάλλοντος εμπ, εργαστήριο πληροφορικής λιτοχωρου, εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, εργαστήριο φυσιολογίας, εργαστήριο νεοελληνικών διαλέκτων, εργαστήριο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εργαστήριο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εργαλείο στα ουκρανικά - верстат, станок, посадка, імплантація, упровадження, тиснення, інструктує, ...
- εργασία στα ουκρανικά - багатослівний, діяльність, роботи, заняття, застосування, словесний, зайняття, ...
- εργατικός στα ουκρανικά - працелюбний, старанний, запопадливий, ретельний, працьовитий, працьовита, роботящий, ...
- εργοδηγός στα ουκρανικά - технік, бригадир, майстре, майстер, виконроб, старий, старик, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργαστήριο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лабораторія, лабораторію
Μεταφράσεις: лабораторія, лабораторію