Κρούση στα ισλανδικά
Μετάφραση: κρούση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áfall, slagverk, slagverki, ásláttarhljóðfæri, ásláttur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρούση
ορμή κρούση, πλάγια κρούση, κρούση ομάδα κρουστών, κρούση φυσική, κρούση και ταλάντωση, κρούση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κρούση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κρουνός στα ισλανδικά - stút, spretta, spretta upp
- κρουσταλλιάζω στα ισλανδικά - frjósa, frysta, kroustalliazo
- κρούστα στα ισλανδικά - skorpu, jarðskorpan, jarðskorpuna, lausnarskurnin
- κρούσταλλο στα ισλανδικά - Kroustallo
Τυχαίες λέξεις
Κρούση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áfall, slagverk, slagverki, ásláttarhljóðfæri, ásláttur
Μεταφράσεις: áfall, slagverk, slagverki, ásláttarhljóðfæri, ásláttur