Ξύνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: ξύνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvessa, brýna, skafa
Ξύνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξύνω

το ξύνω, ξύνω γόνατο, τα ξύνω, ξύνω συνώνυμο, ξύνω πληγές, ξύνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ξύνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξύλινος στα ισλανδικά - tré, parket, úr tré, parket á, timburhús
  • ξύλο στα ισλανδικά - viður, tré, timbur, viði, skóginn
  • ξύπνημα στα ισλανδικά - Awakening, vakning, vaknar, vakningu, vakna
  • ξύσμα στα ισλανδικά - rusl, brotajárn, skrappa, úrgangur, rusl úr
Τυχαίες λέξεις
Ξύνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hvessa, brýna, skafa