Ξύνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ξύνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одвај
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξύνω
το ξύνω, ξύνω γόνατο, τα ξύνω, ξύνω συνώνυμο, ξύνω πληγές, ξύνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ξύνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ξύλινος στα σλαβομακεδονικά - дрвена, дрвени, дрвен, дрвениот, дрвената
- ξύλο στα σλαβομακεδονικά - дрво, дрва, дрвото, дрвени
- ξύπνημα στα σλαβομακεδονικά - Будејќи, будење, Будејќи се, разбудила, будењето
- ξύσμα στα σλαβομακεδονικά - старо, остатоци, отпадоци, отпад, отпадоци од
Τυχαίες λέξεις
Ξύνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: одвај
Μεταφράσεις: одвај