Παχύσαρκος στα ισλανδικά
Μετάφραση: παχύσαρκος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
offitusjúklingum, feitir, of feitir, offitu, offitu að stríða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παχύσαρκος
παχύσαρκος υπέρβαρος, είμαι παχύσαρκος, παχύσαρκος παρθένος έστειλε τη φίλη του στο νοσοκομείο, παχύσαρκος γάτος, παχύσαρκος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, παχύσαρκος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- παχουλός στα ισλανδικά - bústinn
- παχυσαρκία στα ισλανδικά - offita, offitu, Obesity, offita hefur, ofþyngd
- παύση στα ισλανδικά - fjara, hlé, Gera hlé, stansa, Gera hlé á, á Hlé
- παύω στα ισλανδικά - enda, hætta, Hættu, hætt, brott
Τυχαίες λέξεις
Παχύσαρκος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: offitusjúklingum, feitir, of feitir, offitu, offitu að stríða
Μεταφράσεις: offitusjúklingum, feitir, of feitir, offitu, offitu að stríða