Παχύσαρκος στα γαλλικά
Μετάφραση: παχύσαρκος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gros, épais, obèse, corpulent, replet, obèses, obésité, d'obésité, l'obésité
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παχύσαρκος
παχύσαρκος υπέρβαρος, είμαι παχύσαρκος, παχύσαρκος παρθένος έστειλε τη φίλη του στο νοσοκομείο, παχύσαρκος γάτος, παχύσαρκος λεξικό γλώσσας γαλλικά, παχύσαρκος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- παχουλός στα γαλλικά - graisseux, rebondi, direct, gras, ingénu, déchéance, grassouillet, ...
- παχυσαρκία στα γαλλικά - embonpoint, obésité, corpulence, rotondité, l'obésité, Obesity, d'obésité
- παύση στα γαλλικά - entracte, relâche, faillite, répit, déchéance, coupure, baisse, ...
- παύω στα γαλλικά - cessons, achever, cesser, cesse, arrêter, cessent, abandonner, ...
Τυχαίες λέξεις
Παχύσαρκος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: gros, épais, obèse, corpulent, replet, obèses, obésité, d'obésité, l'obésité
Μεταφράσεις: gros, épais, obèse, corpulent, replet, obèses, obésité, d'obésité, l'obésité