Παχύσαρκος στα ουγγρικά
Μετάφραση: παχύσαρκος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hájas, elhízott, túlsúlyos, kövér, elhízottak, az elhízott
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παχύσαρκος
παχύσαρκος υπέρβαρος, είμαι παχύσαρκος, παχύσαρκος παρθένος έστειλε τη φίλη του στο νοσοκομείο, παχύσαρκος γάτος, παχύσαρκος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, παχύσαρκος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- παχουλός στα ουγγρικά - telt, kövér, pufók, dundi, chubby, duci
- παχυσαρκία στα ουγγρικά - testesség, hájasság, elhízottság, elhízás, Az elhízás, elhízást, Obesity
- παύση στα ουγγρικά - szünet, szünetet, pause, szüneteltetése, szüneteltetés
- παύω στα ουγγρικά - megszűnik, már nem, megszüntetik, megszűnnek, megszűnését
Τυχαίες λέξεις
Παχύσαρκος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hájas, elhízott, túlsúlyos, kövér, elhízottak, az elhízott
Μεταφράσεις: hájas, elhízott, túlsúlyos, kövér, elhízottak, az elhízott