Παχύσαρκος στα ολλανδικά
Μετάφραση: παχύσαρκος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijvig, dik, zwaarlijvig, obesitas, zwaarlijvige, obese, overgewicht
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παχύσαρκος
παχύσαρκος υπέρβαρος, είμαι παχύσαρκος, παχύσαρκος παρθένος έστειλε τη φίλη του στο νοσοκομείο, παχύσαρκος γάτος, παχύσαρκος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παχύσαρκος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παχουλός στα ολλανδικά - mollig, mollige, Extra Groot, chubby, Extra Grote
- παχυσαρκία στα ολλανδικά - zwaarlijvigheid, obesitas, overgewicht, Obesity, van obesitas
- παύση στα ολλανδικά - stilte, onderbreking, rust, pauze, pauzeren, pause, pauzestand, ...
- παύω στα ολλανδικά - uitscheiden, aflaten, stoppen, ophouden, staken, staakt
Τυχαίες λέξεις
Παχύσαρκος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lijvig, dik, zwaarlijvig, obesitas, zwaarlijvige, obese, overgewicht
Μεταφράσεις: lijvig, dik, zwaarlijvig, obesitas, zwaarlijvige, obese, overgewicht