Παχύσαρκος στα ουκρανικά

Μετάφραση: παχύσαρκος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
товстий, огрядний, гладкий, опасистий, гладка
Παχύσαρκος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παχύσαρκος

παχύσαρκος υπέρβαρος, είμαι παχύσαρκος, παχύσαρκος παρθένος έστειλε τη φίλη του στο νοσοκομείο, παχύσαρκος γάτος, παχύσαρκος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παχύσαρκος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • παχουλός στα ουκρανικά - сливовий, вигідний, завидний, круглолиций, кругловидий, круглоліций, повновидий
  • παχυσαρκία στα ουκρανικά - ожиріння
  • παύση στα ουκρανικά - перерва, відплив, відливши, пауза, баритися, замішання
  • παύω στα ουκρανικά - переставати, припинитися, припинятися, припиняти, припинення
Τυχαίες λέξεις
Παχύσαρκος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: товстий, огрядний, гладкий, опасистий, гладка