Ποικίλλω στα ισλανδικά

Μετάφραση: ποικίλλω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mottle
Ποικίλλω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποικίλλω

ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ποικίλλω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ποιητής στα ισλανδικά - ljóðskáld, skáld, skáldið, ljóðskáldið, skáldsins
  • ποιητικός στα ισλανδικά - ljóðræn, skáldleg, skáldlegt, skáldlegri, ljóðrænn
  • ποικίλος στα ισλανδικά - fjölbreytt, mismunandi, fjölbreyttari, fjölbreyttur, fjölbreytta
  • ποικιλία στα ισλανδικά - fjölbreytni, margs, ýmsum, úrval, ýmsar
Τυχαίες λέξεις
Ποικίλλω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mottle