Ποικίλλω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ποικίλλω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Шаренило, нашарвам
Ποικίλλω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποικίλλω

ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ποικίλλω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ποιητής στα σλαβομακεδονικά - поетот, поет, поетеса
  • ποιητικός στα σλαβομακεδονικά - поетските, поетскиот, поетското, поетска, поетски
  • ποικίλος στα σλαβομακεδονικά - разновидни, разновидната, различни, различните, разновидна
  • ποικιλία στα σλαβομακεδονικά - разновидност, различни, спектар, разни, сорта
Τυχαίες λέξεις
Ποικίλλω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Шаренило, нашарвам