Ποικίλλω στα φινλανδικά

Μετάφραση: ποικίλλω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muunnella, muuttaa, vaihdella, täplä, mottle, laikuton
Ποικίλλω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποικίλλω

ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ποικίλλω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ποιητής στα φινλανδικά - runoilija, runoilijan, poet, runoilijaa
  • ποιητικός στα φινλανδικά - runollinen, runollisen, runollista, runollisia, poeettinen
  • ποικίλος στα φινλανδικά - useat, erilaiset, sekalainen, sekalaiset, vaihteleva, monipuolinen, monipuolisen, ...
  • ποικιλία στα φινλανδικά - rotu, sikermä, muunnos, erilaisuus, monimuotoisuus, sekoitus, moninaisuus, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποικίλλω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: muunnella, muuttaa, vaihdella, täplä, mottle, laikuton