Πράμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: πράμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dúkur, efni, fataefni, hlutur, sem, Málið, hlutur sem, heitir
Πράμα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πράμα

κορίτσι πράμα, φρέσκο πράμα, ένα πράμα, καλό πράγμα, καλόν πράμα, πράμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πράμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πράγματι στα ισλανδικά - eiginlega, sannarlega, raun, reyndar, í raun, raunverulega, raun að
  • πράκτορας στα ισλανδικά - erindreki, umboðsmaður, umboðsmanni, umboðsaðili, efni, efnið
  • πράξη στα ισλανδικά - framkvæma, athöfn, Lög, starfa, lögum, bregðast
  • πράος στα ισλανδικά - vægur, hlýr, hógvær, hógværir, auðmjúku
Τυχαίες λέξεις
Πράμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dúkur, efni, fataefni, hlutur, sem, Málið, hlutur sem, heitir