Στριγγλίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: στριγγλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
æpa, öskur, vola, shrilled
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στριγγλίζω
στριγγλίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στριγγλίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- στρεβλώνω στα ισλανδικά - afbaka, snúa, snúið, toga, snúningur
- στρες στα ισλανδικά - streitu, streita, álag, álagi
- στριγκλίζω στα ισλανδικά - öskur, æpa, hljóða, screech
- στριγκλιά στα ισλανδικά - screech
Τυχαίες λέξεις
Στριγγλίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: æpa, öskur, vola, shrilled
Μεταφράσεις: æpa, öskur, vola, shrilled