Συγκολλώ στα ισλανδικά

Μετάφραση: συγκολλώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prjóna, hnýta, að hnýta
Συγκολλώ στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκολλώ

συγκολλώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συγκολλώ στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • συγκινητικός στα ισλανδικά - færa, flytja, að flytja, að færa, áhrifamikill
  • συγκλονίζω στα ισλανδικά - convulse
  • συγκρίνω στα ισλανδικά - andstæða, bera, bera saman, berðu saman, saman, tilboðin
  • συγκρίσιμος στα ισλανδικά - hliðstæður, sambærileg, sambærilegt, sambærilegar, sambærilegur, samanburðarhæfar
Τυχαίες λέξεις
Συγκολλώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: prjóna, hnýta, að hnýta