Συγκολλώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: συγκολλώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hegesztés, kötött, kötni, összefonódott, egybeforrt, kötöttem
Συγκολλώ στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκολλώ

συγκολλώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συγκολλώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • συγκινητικός στα ουγγρικά - hordozható, mozgatható, szállítható, megható, mozgó, mozog, halad, ...
  • συγκλονίζω στα ουγγρικά - rázkódik, rángatózni, felforgat
  • συγκρίνω στα ουγγρικά - ellentét, összehasonlítani, hasonlítsa össze, hasonlítson, összehasonlítandó, hasonlítsa
  • συγκρίσιμος στα ουγγρικά - összehasonlítható, hasonló, összehasonlíthatók, hasonlítható, összevethető
Τυχαίες λέξεις
Συγκολλώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hegesztés, kötött, kötni, összefonódott, egybeforrt, kötöttem