Συγκολλώ στα ρουμανικά

Μετάφραση: συγκολλώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cauţiune, obligaţie, adeziune, tricot, unită, tricota, lega, unite
Συγκολλώ στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκολλώ

συγκολλώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, συγκολλώ στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • συγκινητικός στα ρουμανικά - mobil, mișcare, în mișcare, deplasează, se deplasează
  • συγκλονίζω στα ρουμανικά - zgudui, convulsii, zdruncina, clătina, convulsiona
  • συγκρίνω στα ρουμανικά - contrast, comparație, compara, compare, comparare, comparați
  • συγκρίσιμος στα ρουμανικά - comparabil, comparabile, comparabilă, comparabila, comparabil cu
Τυχαίες λέξεις
Συγκολλώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: cauţiune, obligaţie, adeziune, tricot, unită, tricota, lega, unite