Συγκολλώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συγκολλώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solda, ligação, adesão, tricotar, knit, malha, tricô, de malha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκολλώ
συγκολλώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκολλώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συγκινητικός στα πορτογαλικά - em movimento, movente, comovente, móvel, mover
- συγκλονίζω στα πορτογαλικά - convulsionar, convulse, convulsiona, convulsionam, se convulsionar
- συγκρίνω στα πορτογαλικά - contrastar, contraste, comparar, compare, comparação, compará, compara
- συγκρίσιμος στα πορτογαλικά - comparável, comparáveis, semelhante, similar, equivalente
Τυχαίες λέξεις
Συγκολλώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: solda, ligação, adesão, tricotar, knit, malha, tricô, de malha
Μεταφράσεις: solda, ligação, adesão, tricotar, knit, malha, tricô, de malha