Τόλμημα στα ισλανδικά

Μετάφραση: τόλμημα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áræði, djarfur, verkefni, hættuspil, verkefni sem, áhættufjármagnssjóði, verkefnis
Τόλμημα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόλμημα

τόλμημα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τόλμημα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • τόκος στα ισλανδικά - renta, hugða, áhugi, hagsmunir, vextir, áhuga, vexti, ...
  • τόλμη στα ισλανδικά - djarfur, áræði, áræðni, djörfung, sýna áræði
  • τόνος στα ισλανδικά - framburður, tón, tónn, heyrist, tónninn, hljóðmerki
  • τόξο στα ισλανδικά - bogi, bógur, bindi, Bow, boga, boginn, borar
Τυχαίες λέξεις
Τόλμημα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áræði, djarfur, verkefni, hættuspil, verkefni sem, áhættufjármagnssjóði, verkefnis