Υποψία στα ισλανδικά
Μετάφραση: υποψία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grunsemd, grunur, grunur leikur, grunur um, tortryggni, grun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποψία
υποψία εγκυμοσύνης, υποψία (chloe), υποψία hpv, υποψία για hpv, υποψία (2009), υποψία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υποψία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υποχωρώ στα ισλανδικά - fjara, brostir, relent, iðra
- υποψήφιος στα ισλανδικά - frambjóðandi, umsækjendur, Umsækjandinn, Umsækjandi
- υποψηφιότητα στα ισλανδικά - tilnefning, tilnefningu, tilnefningar, Útnefning, Útnefningin
- υπό- στα ισλανδικά - undir, staðinn fyrir einhvern, í staðinn fyrir einhvern, staðinn, sunnan
Τυχαίες λέξεις
Υποψία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: grunsemd, grunur, grunur leikur, grunur um, tortryggni, grun
Μεταφράσεις: grunsemd, grunur, grunur leikur, grunur um, tortryggni, grun