Αδιάπτωτος στα ιταλικά

Μετάφραση: αδιάπτωτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
undiminished, immutata, intatta, immutato, inalterato
Αδιάπτωτος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδιάπτωτος

αδιάπτωτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αδιάπτωτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αδιάλυτος στα ιταλικά - insolubile, insolubili, insolubili in, insolubile in, solubile
  • αδιάντροπος στα ιταλικά - sfacciato, spudorato, sfrontato, spudorata, sfacciata, senza vergogna, svergognata
  • αδιάφθορος στα ιταλικά - non corretta, corretta, non corretto, non corretti, non corrette
  • αδιάφορος στα ιταλικά - indifferente, indifferenti, indifferenza, insensibile, mediocre
Τυχαίες λέξεις
Αδιάπτωτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: undiminished, immutata, intatta, immutato, inalterato