Αδιάπτωτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: αδιάπτωτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вірний, незмінний, невичерпний, незмінною, постійної, незмінної, незмінній
Αδιάπτωτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδιάπτωτος

αδιάπτωτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδιάπτωτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αδιάλυτος στα ουκρανικά - нерозчинність, нерозчинний
  • αδιάντροπος στα ουκρανικά - безсоромний, безпардонний, цинічний, безсоромна, безстидний, безсоромне, безсоромного
  • αδιάφθορος στα ουκρανικά - непідкупність, невиправлені
  • αδιάφορος στα ουκρανικά - байдужий, недбалий, безтурботний, байдужний, байдужа, байдужим
Τυχαίες λέξεις
Αδιάπτωτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вірний, незмінний, невичерпний, незмінною, постійної, незмінної, незмінній