Αδιάπτωτος στα νορβηγικά
Μετάφραση: αδιάπτωτος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sikker, uforminsket, uforminsket styrke, med uforminsket styrke, uforminsket kraft, med uforminsket kraft
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάπτωτος
αδιάπτωτος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αδιάπτωτος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αδιάλυτος στα νορβηγικά - uløselig, uoppløselig, uløselige, uoppløselige
- αδιάντροπος στα νορβηγικά - skamløs, skamløse, shameless, skamløst, er skamløs
- αδιάφθορος στα νορβηγικά - ukorrigert, ukorrigerte, uncorrected
- αδιάφορος στα νορβηγικά - likegyldig, likegyldige
Τυχαίες λέξεις
Αδιάπτωτος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: sikker, uforminsket, uforminsket styrke, med uforminsket styrke, uforminsket kraft, med uforminsket kraft
Μεταφράσεις: sikker, uforminsket, uforminsket styrke, med uforminsket styrke, uforminsket kraft, med uforminsket kraft