Ανάρρωση στα ιταλικά

Μετάφραση: ανάρρωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ripresa, ricupero, guarigione, emendazione, recupero, di recupero, ripristino, il recupero
Ανάρρωση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάρρωση

ανάρρωση από λαπαροσκόπηση, ανάρρωση από υστερεκτομή, ανάρρωση από ίωση, ανάρρωση μετά από υστερεκτομή, ανάρρωση από πνευμονία, ανάρρωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανάρρωση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανάπτυξη στα ιταλικά - svolgimento, sviluppo, crescita, evoluzione, lo sviluppo, di sviluppo, allo sviluppo, ...
  • ανάρμοστος στα ιταλικά - unbefitting, indegna
  • ανάρτηση στα ιταλικά - sosta, molleggio, dilazione, sospensione, sospensioni, di sospensione, la sospensione, ...
  • ανάσα στα ιταλικά - alito, lena, fiato, respiro, soffio, etere, respirazione, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάρρωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ripresa, ricupero, guarigione, emendazione, recupero, di recupero, ripristino, il recupero