Ανάρρωση στα κροατικά

Μετάφραση: ανάρρωση, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obnavljanje, povrat, nadoknada, oporavak, konvalidacija, recovery, oporavka, ponovno dobivanje, za oporavak
Ανάρρωση στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάρρωση

ανάρρωση από λαπαροσκόπηση, ανάρρωση από υστερεκτομή, ανάρρωση από ίωση, ανάρρωση μετά από υστερεκτομή, ανάρρωση από πνευμονία, ανάρρωση λεξικό γλώσσας κροατικά, ανάρρωση στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ανάπτυξη στα κροατικά - porast, rast, razvoju, usavršavanje, povećanje, razvojem, razvoja, ...
  • ανάρμοστος στα κροατικά - nepristojan, kriv, nepodesan, nepogodan, neprimjereni
  • ανάρτηση στα κροατικά - suspenzija, obustava, ovjes, suspenziju, suspenzije
  • ανάσα στα κροατικά - disati, lahor, izdisaj, dah, disanje, vjetrić, disanja, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάρρωση στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: obnavljanje, povrat, nadoknada, oporavak, konvalidacija, recovery, oporavka, ponovno dobivanje, za oporavak