Ανάρρωση στα σουηδικά

Μετάφραση: ανάρρωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bättring, återvinning, återhämtning, återhämtningen, återhämtnings, återvinnings
Ανάρρωση στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάρρωση

ανάρρωση από λαπαροσκόπηση, ανάρρωση από υστερεκτομή, ανάρρωση από ίωση, ανάρρωση μετά από υστερεκτομή, ανάρρωση από πνευμονία, ανάρρωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, ανάρρωση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ανάπτυξη στα σουηδικά - växt, utveckling, utvecklingen, utvecklings, utveckla
  • ανάρμοστος στα σουηδικά - opassande, unbefitting
  • ανάρτηση στα σουηδικά - rabatt, avtagande, suspension, suspensionen, fjädring, uppskov
  • ανάσα στα σουηδικά - pust, andning, andas, andnings, andningen, att andas
Τυχαίες λέξεις
Ανάρρωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bättring, återvinning, återhämtning, återhämtningen, återhämtnings, återvinnings