Rinnovo στα ελληνικά

Μετάφραση: rinnovo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαίνιση, ανανέωση, ανανέωσης, την ανανέωση, ανανέωσή, ανανεώσεως
Rinnovo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rinnovamento στα ελληνικά - ανανέωση, ανακαίνιση, ενημέρωσης, ανακαίνισης, την ανακαίνιση, αναστήλωση
  • rinnovare στα ελληνικά - ανακαινίζω, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
  • rinoceronte στα ελληνικά - ρινόκερος, Rhino, ρινόκερο, ρινόκερου, ρινόκερων
  • rinsaldare στα ελληνικά - μπετό, τσιμέντο, λάσπη, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Rinnovo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαίνιση, ανανέωση, ανανέωσης, την ανανέωση, ανανέωσή, ανανεώσεως