Απορροφητικός στα ιταλικά

Μετάφραση: απορροφητικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assorbente, assorbenti, assorbe, assorbimento
Απορροφητικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απορροφητικός

απορροφητικός λάκκος, απορροφητικός βόθρος, απορροφητικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, απορροφητικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • απορρίμματα στα ιταλικά - lettiga, barella, rifiuti, spazzatura, immondizia, cestino, dei rifiuti
  • απορρίπτω στα ιταλικά - respingere, rigettare, deporre, rifiutare, respinge, rifiuto
  • απορροφώ στα ιταλικά - assorbire, engross, assorbire la
  • απορρόφηση στα ιταλικά - ambizione, assimilazione, aspirazione, assorbimento, di assorbimento, l'assorbimento, assorbimento di, ...
Τυχαίες λέξεις
Απορροφητικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: assorbente, assorbenti, assorbe, assorbimento