Απορροφητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: απορροφητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
absorberend, absorbens, absorberende, zuigende, absorptiemiddel
Απορροφητικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απορροφητικός

απορροφητικός λάκκος, απορροφητικός βόθρος, απορροφητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απορροφητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απορρίμματα στα ολλανδικά - afval, draagbaar, uitschot, prullenbak, vuilnis, trash
  • απορρίπτω στα ολλανδικά - afslaan, vertikken, weigeren, bedanken, verwerpen, afdanken, afkeuren, ...
  • απορροφώ στα ολλανδικά - resorberen, opslurpen, absorberen, opslorpen, grosseren, engross, verdiepen, ...
  • απορρόφηση στα ολλανδικά - eerzucht, ambitie, absorptie, assimilatie, opslorping, streven, opname, ...
Τυχαίες λέξεις
Απορροφητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: absorberend, absorbens, absorberende, zuigende, absorptiemiddel