Ευλυγισία στα ιταλικά

Μετάφραση: ευλυγισία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrendevolezza, elasticità, morbidezza, flessibilità, duttilità, agilità
Ευλυγισία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευλυγισία

ευλυγισία συνώνυμο, ευλυγισία που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, ευλυγισία ασκήσεις, ευλυγισία λεξικό, ευλυγισία μέσης, ευλυγισία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ευλυγισία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ευλογία στα ιταλικά - benedizione, la benedizione, benedizioni, beneficio, dono
  • ευλογώ στα ιταλικά - benedire, consacrare, benedica, benedirà, benedirò, benedite
  • ευλύγιστος στα ιταλικά - pieghevole, elastico, arrendevole, flessibile, agile, limber, agili, ...
  • ευμενής στα ιταλικά - benevolo, favorevole, caritatevole, propizio, propizia, propizie, propizi
Τυχαίες λέξεις
Ευλυγισία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: arrendevolezza, elasticità, morbidezza, flessibilità, duttilità, agilità