Ευλυγισία στα ρουμανικά
Μετάφραση: ευλυγισία, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suplețe, supletea, suplete, suplețea, supletii
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευλυγισία
ευλυγισία συνώνυμο, ευλυγισία που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, ευλυγισία ασκήσεις, ευλυγισία λεξικό, ευλυγισία μέσης, ευλυγισία λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ευλυγισία στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ευλογία στα ρουμανικά - binecuvântare, aprobare, binecuvântarea, binecuvantare, binecuvântării, binecuvîntare
- ευλογώ στα ρουμανικά - binecuvânta, binecuvânteze, binecuvinteze, să binecuvânteze, binecuvînta
- ευλύγιστος στα ρουμανικά - flexibil, debara, de flexibil, Limber, îndupleca
- ευμενής στα ρουμανικά - propice, favorabil, prielnic, favorabilă, propitious
Τυχαίες λέξεις
Ευλυγισία στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: suplețe, supletea, suplete, suplețea, supletii
Μεταφράσεις: suplețe, supletea, suplete, suplețea, supletii