Ευλυγισία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευλυγισία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
soepelheid, souplesse, soepel, de soepelheid, lenigheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευλυγισία
ευλυγισία συνώνυμο, ευλυγισία που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, ευλυγισία ασκήσεις, ευλυγισία λεξικό, ευλυγισία μέσης, ευλυγισία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευλυγισία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευλογία στα ολλανδικά - goedkeuring, fiat, zegening, zegen, weldaad, bijval, zegen te, ...
- ευλογώ στα ολλανδικά - wijden, zegenen, inzegenen, zegen, zegene, zegent, te zegenen
- ευλύγιστος στα ολλανδικά - buigzaam, smijdig, lenig, buigbaar, soepel, limber, lenige, ...
- ευμενής στα ολλανδικά - goedgezind, gunstig, toegenegen, genadig, gunstige, gunstig is, gunstig zijn
Τυχαίες λέξεις
Ευλυγισία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: soepelheid, souplesse, soepel, de soepelheid, lenigheid
Μεταφράσεις: soepelheid, souplesse, soepel, de soepelheid, lenigheid