Ευλυγισία στα πολωνικά

Μετάφραση: ευλυγισία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyspozycyjny, elastyczność, dowolność, gibkość, dyspozycyjność, giętkość, rozluźnienie, suppleness
Ευλυγισία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευλυγισία

ευλυγισία συνώνυμο, ευλυγισία που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, ευλυγισία ασκήσεις, ευλυγισία λεξικό, ευλυγισία μέσης, ευλυγισία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ευλυγισία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ευλογία στα πολωνικά - błogosławieństwo, dobrodziejstwo, błogosławieństwem, Blessing, błogosławieństwa
  • ευλογώ στα πολωνικά - błogosławić, żegnać, pobłogosławić, błogosławi, błogosławił, błogosławię, pobłogosławi
  • ευλύγιστος στα πολωνικά - elastyczny, pojednawczy, zgodliwy, ustępliwy, giętki, niesztywny, gibki, ...
  • ευμενής στα πολωνικά - pomyślny, przychylny, życzliwy, łaskawy, korzystny, dobroczynny, dobrotliwy, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευλυγισία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dyspozycyjny, elastyczność, dowolność, gibkość, dyspozycyjność, giętkość, rozluźnienie, suppleness