Μεταπείθω στα ιταλικά
Μετάφραση: μεταπείθω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dissuadere, dissuasione, dissuasion, di dissuasione, la dissuasione, dissuasivo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεταπείθω
μεταπείθω λεξικό γλώσσας ιταλικά, μεταπείθω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- μεταξωτό στα ιταλικά - seta, di seta, la seta, seta di, della seta
- μεταξύ στα ιταλικά - tra, fra, tra il, tra i, tra le
- μεταρρυθμίζω στα ιταλικά - riformare, riforma, metarrythmizo
- μεταρρύθμιση στα ιταλικά - riforma, riformare, riforme, di riforma, la riforma, riforma del
Τυχαίες λέξεις
Μεταπείθω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dissuadere, dissuasione, dissuasion, di dissuasione, la dissuasione, dissuasivo
Μεταφράσεις: dissuadere, dissuasione, dissuasion, di dissuasione, la dissuasione, dissuasivo